λατόμου

λατόμου
λάτομος
quarry-man
masc gen sg
λᾱτόμου , λατόμος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Latomos-Kloster — Das Apsismosaik Das ehemalige Latomos Kloster (griechisch Μονή Λατόμου, Moní Latómou) in Thessaloniki ist seit 1988 Teil des UNESCO Welterbes (Frühchristliche und byzantinische Bauten in Thessaloniki). [1] Es …   Deutsch Wikipedia

  • Монастырь Латому — Монастырь Монастырь Латому Μονή Λατόμου …   Википедия

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… …   Dictionary of Greek

  • ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ II — Архитектура Рассмотрение процесса развития греч. церковного зодчества по территориальному признаку достаточно условно и не учитывает целого ряда не только периферийных, но и центральных явлений. Для Г., с ее богатой античной и средневек.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”